Του ΚΡΙΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Αυτό είναι που θέλει να μας διαμηνύσει ο μακροβιότερος και πλέον αγαπητός των Ελλήνων διανοουμένων, Εμμανουήλ Κριαράς, ότι δεν είναι η «υπερβολική» μακροημέρευση το επιδιωκόμενο, και χαρακτηριστικά τονίζει στη δημοσιογράφο Βίκυ Χαρισοπούλου: «Δεν επεπόθησα ξέρετε τόσο μακρύ βίο… Έγινε. Δεν θέλω πια άλλο να ζήσω». Επιπλέον έφερε και τη δημοσιογράφο «προ των ευθυνών όλων μας», όσων ασχολούμεθα με τον ίδιον. «Το ξέρω καλά. Οι περισσότεροι– ειδικά κάποιοι νεόκοποι από τις τηλεοράσεις που έρχονται να με δουν, να μου ζητήσουν «δηλώσεις», δεν είναι γιατί γνωρίζουν και εκτιμούν το έργο και την προσωπικότητά μου. Είναι η ηλικία μου που τους κάνει εντύπωση...».
Ως ένα βαθμό αναγνωρίζει κανείς την αλήθεια που εκφράζει η δήλωσή του (ίσως και παράπονό του), ωστόσο σε καμία περίπτωση ο κ. Κριαράς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το πρόσωπο που στρέφει τα βλέμματα επάνω του, λόγω ηλικίας και μόνο. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το μεγάλο του έργο και να δεχτεί την παρουσία του ιδίου ανεξάρτητη από την προσφορά του και την κοινωνική του αναγνώριση; Το γεγονός βεβαίως ότι έχει του Θεού τη χάρη να βρίσκεται σε αυτή την ηλικία και να διατελεί σε πλήρη διάνοια, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο κανέναν. Εξ άλλου, οι δηλώσεις του για τα τεκταινόμενα στη χώρα μας, σε μια εποχή πλήρους σκότους και απαξιωμένης παιδείας, οι δηλώσεις ενός πανεπιστημιακού δασκάλου που αποδεικνύει ότι είναι περισσότερο ενήμερος από τον κάθε «επαγγελματία του χώρου», με ξεκάθαρες και επίκαιρες θέσεις για το τι μέλλει γενέσθαι στη χώρα μας, δεν μπορεί παρά μόνο χρήσιμα συμπεράσματα να προσφέρουν.
Ο, 107 ετών, Εμμανουήλ Κριαράς, διακεκριμένος φιλόλογος και ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τονίζει μεταξύ άλλων στην πρόσφατη «συνέντευξή» του:
« .... Δεν θέλω πια άλλο να ζήσω. Η χαρά μου (η αγαπημένη μου σύζυγος) έφυγε. Ο έρωτας– τον οποίο η ύπαρξή της και μόνο μου ενέπνεε, ο έρωτας για τη ζωή, τη δημιουργία και την εργασία, για τη δημιουργία, δεν υπάρχει πια. Οπότε, σας ευχαριστώ για τις ευχές και τα δώρα αλλά… είναι πλέον περιττά. Και η εποχή μας δεν το θέλει το περιττό..». [... δεν αγοράζω πια τέσσερις εφημερίδες την ημέρα, τις μείωσα… δεν έχουν πια ειδήσεις» λέει μάλλον απογοητευμένος) και την… «απέραντη στοργή που μου δείχνει η Αρτέμιδα, την οποία ευχαριστώ» (συμπληρώνει εμφατικά)…
Για τα γενέθλιά του τονίζει: «θα είναι κάτι λιτό. Απλώς θα μαζευτούμε να φάμε μαζί. Η εποχή δεν επιτρέπει πλέον τα περιττά…».
«Δεν ήλπιζα τόσο μακρά ζωή… Θυμάμαι– ξέρετε -τον κομήτη του Χάλεϊ, την εμφάνιση του Βενιζέλου, παρέστην – μικρό παιδί- σε ένοπλο συλλαλητήριο στην Κρήτη…».
«Δεν θέλω πλέον να ζω. Θέλω να διατηρήσω την αισιοδοξία μου αλλά δεν μου το επιτρέπουν τα «πράγματα» όπως έχουν καταστεί. Και σε κοινωνικό και σε προσωπικό επίπεδο. Κοινωνικά, μ” αυτή την κατάπτωση την οικονομική, αλλά όχι μόνο. Είναι πολιτικό το πρόβλημα και βεβαίως και πρόβλημα παιδείας. Ο Έλληνας έχει τον… ηρωισμό να θαυμάζει το αρχαίους– χωρίς, όμως, να τους γνωρίζει, ούτε να τους καταλαβαίνει. Έτσι, γιατί τον βολεύουν… Παράλληλα, φροντίζει για τον διορισμό του «ανάξιου» συνήθως παιδιού του σε βάρος του άξιου παιδιού του διπλανού, ο οποίος δεν έχει τις ίδιες… γνωριμίες, φροντίζει να δουλεύει όσο το δυνατό λιγότερο, να πάει αργότερα και να φεύγει νωρίτερα από τη δουλειά του, να βάζει στην τσέπη του ό,τι και όσο μπορεί ο καθένας– όχι μόνο οι πολιτικοί- απ” αυτά που δεν του ανήκουν, να μισεί και να υπονομεύει τον «άλλο», να…».
Για το «μαζί τα φάγαμε»:
«Ενέχει μια μεγάλη αλήθεια αυτή η ρήση. Υπό την έννοια της νοοτροπίας που έχει επικρατήσει. Λείπει η εθνική αλληλεγγύη και επικρατεί- ακόμα και σήμερα εν μέσω αυτής της ανθρωποφονικής κρίσης -το ατομικό συμφέρον».
Για την ψήφο και το «πώς μορφοποιείται, στα ελληνικά πολιτικά δεδομένα του σήμερα, το όραμά σας περί του δημοκρατικού σοσιαλισμού ως «μόνη λύση»:
«Μέχρι πρόσφατα το έκανα. Τώρα δεν με βαστούν τα πόδια μου να πάω στο εκλογικό κέντρο. Είχα τοποθετηθεί και στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. Μου είχε τηλεφωνήσει τότε ο κ. Πετσάλνικος για να ζητήσει την έγκρισή μου και του είχα πει, θυμάμαι, ότι αποδέχομαι, αλλά… θα ήθελα να είναι πιο σοσιαλιστικό το κόμμα… Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε… Ύστερα… όχι, όχι δεν είμαι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχω εμπιστοσύνη σ” αυτά που λέει ο κ. Τσίπρας, ούτε το ΚΚΕ. Τον κομμουνισμό τον γνωρίσαμε στη Ρωσία έτσι όπως εφαρμόστηκε … Ήμουν υπέρ του κ. Κουβέλη. Πίστευα πως είναι αυτός που εκφράζει μια αριστερή πολιτική, αλλά δημοκρατική. Όπως ήταν και το όνομα του κόμματός του. Είναι λυπηρό, όμως, το ότι και σ” αυτό τον πολιτικό χώρο υπήρξαν εσωτερικές διαφωνίες και διασπαστικές κινήσεις που οδήγησαν και στην αποχώρησή του από την κυβέρνηση».
Και στην ερώτηση «τι να κάνουμε»;
«Πρώτον οι νέοι να μην φεύγουν στο εξωτερικό. Να μάθουν να επιμένουν και να υπομένουν. Χάνουμε το αίμα μας ως έθνος με τη φυγή των νέων. Δεύτερον: Να μείνουν εδώ, να δουλέψουν, να αγαπήσουν την εργασία, να μην απεργούν (εδικά οι δάσκαλοι, οι γιατροί…) Και τρίτον… εγώ να φύγω… Κουράστηκα πια. Δεν θέλω άλλο να ζω για να βλέπω αυτή την κατάσταση».
Είναι που εξέλειπε ο έρωτας; Έτσι όπως το θέσατε προ ολίγων ετών– υπό την έννοια της αέναης επιδίωξης του ιδανικού;
«Επίστεψα βαθιά στον έρωτα! Αρκεί βέβαια να έχει εκδήλωση και από τις δύο πλευρές. Προσωπικά, έζησα ευτυχισμένο βίο. Η γυναίκα μου, με την οποία έζησα 65ετή κοινό ευτυχισμένο βίο, κατανοούσε, κι εγώ εκείνη. Ερωτευτήκαμε και οι δύο την εργασία, τη δημιουργία, ο ένας τον άλλο… Επίστεψα πολύ στον έρωτα… Είναι αυτός που σε βοηθά να ζεις και να δημιουργείς. Είναι αυτό που λείπει ίσως σήμερα…».
Για την έλλειψη απογόνων: είναι κάτι που αν μπορούσε θα άλλαζε;
«Είναι γεμάτο το σπίτι, οι βιβλιοθήκες με απογόνους μου (τα βιβλία του). Το πρόβλημα υγείας της συζύγου μου δεν μας επέτρεψε να αποκτήσουμε παιδιά. Είναι ένα στοίχημα η τεκνοποιία… Και αποδεικνύεται ότι είναι ευτύχημα ή δυστύχημα… Τελικώς, ευτυχώς που δεν έχω παιδιά. Τουλάχιστον – αν και τα δικά μου παιδιά θα ήταν σήμερα πολύ μεγάλα – δεν θα χρειαζόταν και θα κινδύνευαν να αναγκαστούν να φύγουν από τη χώρα λόγω της κρίσης… Τη βλέπω ξέρετε πολύ συχνά στον ύπνο μου… (τη σύζυγο του Αικατερίνη Στρυφτού- Κριαρά). Θα ήθελα και να αναστηθεί, αλλά δεν γίνεται».
«Είμαστε τραγικές μορφές. Το γεγονός ότι έχουμε συνείδηση δεν νομίζω ότι είναι στοιχείο ουσιαστικής ευτυχίας. Ο άνθρωπος ζει πιο ευτυχισμένα όταν δεν έχει συνείδηση της τραγικότητας της ζωής του. Εγώ- δυστυχώς -την έχω. Επιθυμία μου είναι πλέον να μηζήσω. Είναι βάρος πια η ζωή μου» έλεγε προ επταετίας – μόλις που είχε κλείσει τα 100.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς είχε αλλάξει γνώμη. Δυο-τρία χρόνια μετά, δήλωνε: «Όχι δεν φοβάμαι τον θάνατο. Δεν θέλω όμως να πεθάνω αμέσως… Θέλω να ολοκληρώσω τις εκκρεμότητες των κειμένων μου».
«Απόλογος Βίου»
Ο σπουδαίος πανεπιστημιακός δάσκαλος ολοκλήρωσε πλέον και αυτές τις εκκρεμότητες. Επί του πιεστηρίου βρίσκεται το τελευταίο βιβλίο του που έχει τον τίτλο «Απόλογος Βίου».
«Προσθέτω ό,τι ίσως παρέλειψα στις προηγούμενες εργογραφίες και βιογραφίες μου. Αυτά που σας είπα στις κατά καιρούς συζητήσεις μας. Για τη ζωή μου, τη γυναίκα μου, τις δραστηριότητες μου».
Και η απλή περίληψη, ο «τίτλος», αυτού του απολόγου του βίου του:
«Στη ζωή μου έκαμα αυτό που θεωρούσα καθήκον μου».