Όλα τα παραμύθια έχουν και ένα τέλος. Οι μύθοι και η προπαγάνδα για τα καλά που επρόκειτο να φέρουν οι ιδιωτικοποιήσεις των νευραλγικών και πλουτοπαραγωγικών δημοσίων επιχειρήσεων στην Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, φτάνουν σιγά – σιγά στο τέλος τους. Μετά από τόσα χρόνια, και αφού τα αρπακτικά των δημοσίων φιλέτων πλούτισαν με τη συναίνεση (και μοιρασιά) των κυβερνώντων, σήμερα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Οι επιχειρήσεις αυτές αρχίζουν να επανακρατικοποιούνται. Η Ελλάδα, που επί πατρός Μητσοτάκη, υπερασπίστηκε με τόσο θράσος την ανάγκη ξεπουλήματος των δημοσίων επιχειρήσεων (του δημόσιου πλούτου), ώστε να βιώνει η χώρα σήμερα την απάνθρωπη εκμετάλλευση των ιδιωτών είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα επακόλουθα αυτής της πολιτικής των μονοπωλίων των ιδιωτών.
Για το Δήμο του Αμβούργου, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γερμανίας, χρειάστηκαν πολλών ετών κινητοποιήσεις, ώστε να ξαναπάρουν οι πολίτες αυτό που τους είχε κλαπεί: τη διαχείριση και τον πλούτο των ΔΕΚΟ. Τελικά οι προσπάθειες των κατοίκων στέφθηκαν με επιτυχία, σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις επανήλθαν υπό τον έλεγχο του Δήμου.
Η πρώτη συμφωνία έγινε με τη σουηδική πολυεθνική Vattenfall και τη γερμανική E.Οn και έτσι κατόρθωσε ο Δήμος να επαναγοράσει τα δίκτυα ηλεκτρισμού που διαχειρίζονταν έναντι 400 εκατ. ευρώ. Με τη συμφωνία αυτή ο Δήμος του Αμβούργου απόκτησε ξανά το 100% των μετοχών της εταιρείας (από το 25,1% που κατείχε). Στο πρόγραμμα του Δήμου είναι, μέσα στο 2015, να αποκτήσει και το αέριο, ενώ τα δίκτυα θέρμανσης προβλέπεται να περάσουν στα χέρια του Δημοσίου το 2019.
Ωστόσο, για να φτάσουν σε αυτό το ιστορικής σημασίας επίτευγμα, χρειάστηκε μια πρωτοβουλία πολιτών που δραστηριοποιήθηκε και κατάφερε να επιβάλει τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Όλα ξεκίνησαν το 2010, όταν η «Unser Hamburg - Unser Netz» («Το Αμβούργο μας - το δίκτυό μας»), μια συμμαχία 50 οργανώσεων πολιτών (συμπεριλαμβανομένης και της Ευαγγελικής Εκκλησίας –σε αντίθεση με την αντιδραστική/μνημονιακή δική μας- και δίκτυα κατά της φτώχειας όπως η περιβαλλοντική ομάδα Robin Wood και η Attac), με τη στήριξη του Die Linke (Αριστερά) και της Συμμαχίας 90/Πράσινοι, συσπείρωσε τους κατοίκους της πόλης με σύνθημα «όλοι στη μάχη για την επιστροφή της ενέργειας στα χέρια των τοπικών αρχών».
Λογικό και ακλόνητο επιχείρημά τους, ανάμεσα στα άλλα, ήταν και η αύξηση από το 1998 κατά 68% της τιμής του ιδιωτικοποιημένου ηλεκτρισμού. Στο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε, το 50,9% των πολιτών τάχθηκε υπέρ της πρωτοβουλίας, αναγκάζοντας τους αιρετούς αξιωματούχους να δεχτούν τη λαϊκή βούληση και να τους αναγκάσουν να αντιληφθούν ότι δεν μπορούν να κυβερνούν αγνοώντας τη θέληση των πολιτών.
Η λαϊκή ετυμηγορία υπαγόρευε ότι: «Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο οφείλουν να προσανατοκιστούν στα νέα δεδομένα, να λάβουν άμεσα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να επανέλθουν πλήρως στο δημόσιο η ηλεκτρική ενέργεια, η θέρμανση και το φυσικό αέριο της πόλης. Απαίτηση για μια κοινωνικά δίκαιη, φιλική προς το περιβάλλον και δημοκρατικά ελεγχόμενη παροχή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την ανακούφιση των δημοτών από τις παράλογες, ληστρικές τιμολογιακές απαιτήσεις των ιδιωτών».
Οι πολίτες του Αμβούργου βάζοντας φρένο στην κερδοσκοπία, είχαν ταυτόχρονα αποφασίσει και για περαιτέρω κοινωνικό όφελος, να κάνουν το Αμβούργο μιας από τις πιο πράσινες πόλεις της Γερμανίας, να κάνουν τη μετάβαση από τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια στις ανανεώσιμες πηγές, που αποτελεί στόχο για την ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας. Έβαλαν τέλος στις πολυεθνικές, που διοχέτευαν τα κέρδη εκτός Γερμανίας, θέλησαν να εξασφαλίσουν την κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη του τόπου τους επανεπενδύοντας σε δημόσιες υποδομές προς όφελος όλων.
Ωστόσο το Αμβούργο δεν είναι η μόνη πόλη στη Γερμανία που έθεσε σε δημοψήφισμα έπειτα από λαϊκές πρωτοβουλίες, τέτοια θέματα απο-ιδιωτικοποιήσεων. Από το 2007 πάνω από 200 δήμοι έχουν επαναποκτήσει τον έλεγχο των δικτύων ηλεκτρισμού από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο Κρίστιαν Μάας, πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Αμβούργου, είχε δηλώσει στον Guardian,: «Στη Γερμανία, δεν περνά σχεδόν μήνας που μια πόλη να μην επανακτά τις υποδομές της ενέργειας».
Οικουμενικό το φαινόμενο
Οι γερμανικές πόλεις δεν αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά συμπληρώνουν τον κανόνα που λέει ότι το φαινόμενο των επανακρατικοποιήσεων είναι αναγκαίο και οικουμενικό. Την τελευταία 10ετία εκατοντάδες πόλεις σε όλον τον κόσμο έχουν προχωρήσει σε απο-ιδιωτικοποιήσεις υπηρεσιών στρατηγικής σημασίας επαναφέροντάς τες υπό δημόσιο και κοινοτικό έλεγχο, ιδίως της ενέργειας και του νερού. Σύμφωνα με το Διεθνικό Ινστιτούτο του Αμστερνταμ, «πολλοί δήμοι έχουν απογοητευτεί από την ιδιωτικοποίηση, κυρίως ως προς τα κόστη και την ποιότητα των υπηρεσιών. Η επανακοινωνικοποίησή τους αναδύεται ως απτή απάντηση, ως ένας νέος τρόπος να αναδομηθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες σε πιο δημοκρατικές βάσεις».
Επιστήμονες, όπως ο ΜακΝτόναλντ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κουίνς του Καναδά και ιδρυτικό μέλος του διεθνούς Προγράμματος Δημοτικών Υπηρεσιών, επαναφέρουν στην επικαιρότητα την παγκόσμια τάση που έρχεται σε ρήξη με τις πολιτικές της δεκαετίας του ’90, όταν μαζικά επικράτησαν οι ιδιωτικοποιήσεις καίριων δημόσιων υπηρεσιών και πόρων κάτω από το βάρος και την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης αμερικανικής υποκουλτούρας (της μπότας της Ουάσινγκτον): της προσπάθειας αποδυνάμωσης, απορρύθμισης και αποσταθεροποίησης των κοινωνικών δομών που επεξεργάστηκαν τα αμερικάνικα συμφέροντα και οι κυβερνήσεις τους το 1989 με τις ευλογίες ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Μια φοβερή εκστρατεία προπαγάνδας με συνθήματα του τύπου «πιο λιτοδίαιτο κράτος», «η αγορά μπορεί να ρυθμίσει τα πάντα», «ο ιδιωτικός τομέας μπορεί καλύτερα και φτηνότερα», προσπάθησε και κατάφερε να αλώσει τα πλέον απόρθητα και «ιερά» πλουτοπαραγωγικά κοινωνικά κάστρα.
Η ψευδοπροπαγάνδα τους που υποσχόταν δήθεν -μείωση τιμών, αποδοτικότητα, ανταγωνισμό κ.λπ., κάθε άλλο παρά αυτό προσέφερε. Αντίθετα, οι δήμοι, το κράτος, ο πολίτης δέχτηκαν τεράστιες απώλειες, σημαντικά έσοδα εξανεμίσθηκαν, οι τιμές αυξήθηκαν, θέσεις εργασίας χάθηκαν, ενώ οι ιδιώτες έδειξαν το χειρότερο, το πραγματικό τους πρόσωπο. Αδιαφόρησαν για τις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, ενώ ελάχιστη υπήρξε η μέριμνα για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Ο Δήμος του Παρισιού προέβη στην επανααπόκτηση του νερού, αφού οι πολίτες δοκίμασαν την αγριότητα της «πολιτικής των ιδιωτών». Κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της η δημοτική επιχείρηση Eau de Paris εξοικονόμησε 35 εκατ. ευρώ σε σχέση με αυτά της Veolia και Suez και μείωση της τιμής του πόσιμου νερού κατά 8%. Ένας νέος οργανισμός δημιουργήθηκε, το «Παρατηρητήριο Νερού», στο οποίο μετέχουν οι καταναλωτές και διενεργεί ελέγχους, φροντίζει για τη διαφάνεια και συντονίζει πρωτοβουλίες κοινωνικής ευθύνης.