Δυστυχώς, η πολιτισμική πλατφόρμα ενός λαού, εκεί εδράζεται στην παιδεία, στην ποίηση, στη μουσική κουλτούρα, στην τέχνη γενικότερα. Και λέμε δυστυχώς, γιατί η στάχτη του ΛΑΟΣ, τ’ απομεινάρια των ιεροεξεταστών, επιμένουν να θέλουν να βρίσκονται στο προσκήνιο, επιμένουν να υπενθυμίζουν ότι κάθε ηθική αξίωση απομάκρυνσης από τα μεσαιωνικά πρότυπα, και από την μετ’ αλαλαγμών καύση των βιβλίων είναι «κακούργημα». Οι ίδιοι όμως δεν είναι παρά τηλε-ντήλερς βιβλίων, ή, «πνεύματα με το τσεκούρι».
Έτσι η συνολική μας εικόνα σαν έθνος συνεχώς υποβαθμίζεται. Και για να γίνει πιο συγκεκριμένο το ζητούμενο, περί Κουφοντίνα ο πρόλογος. Ο Κουφοντίνας λοιπόν, λέει στο βοβλίο του: «Γεννήθηκα 17Ν». Αυτό με την ανάγνωση του βιβλίου, με την κριτική, το σχολιασμό και τις απαντήσεις που θα δοθούν επί της ουσίας, του περιεχομένου του βιβλίου, δεν μπορεί παρά να προσφέρει, έστω και στο ελάχιστο, τον προβληματισμό, το διάλογο σε μια εποχή που τα πάντα τείνουν να περιοριστούν στην οριζοντιότητα, που κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα, παιδεία, πολιτική, δημοσιογραφία. Πρόκειται για μια στερεότυπη, ανεξήγητη και άγονη οριζοντιότητα που, μάλλον με πολιτισμικό υποκατάστατο μπορεί να προσομοιωθεί. Και, αντί πάνω σ’ αυτό να τοποθετηθούν οι ελάχιστοι σκεπτόμενοι άνθρωποι, έτρεξαν τα μπουλντόκ με την (πολιτικού) περιβολή να επενδύσουν και να στήσουν κοκορομαχίες. Σε τι άραγε θα έβλαπτε μια μυθιστορία, μια νουβέλα ή ένα μανιφέστο γραμμένη από έναν άνθρωπο με τόση ιστορία; «Επικίνδυνα πράγματα αυτά», θα υποστήριζε ένας πουριτανός του κατηχητικού, ή ένας κορεσμένος σοβινιστής.
Αλλά, γιατί να αλληθωρίζει κανείς, στρέφοντας το ένα του μάτι στην «πυρά των πολιτικών μανιφέστων», ενώ το άλλο του κοιτάζει αδιάφορα τους γυρολόγους «νεοαπόστολους», των μαρτύρων του Ιεχωβά, ή των πάσης φύσεως προσηλυτιστών που μπουκάρουν με το θράσος της ψευτοευγένεις στα σπίτια καθημερινά και προσπαθούν με υπερβάλλοντα ζήλο να ανοίξουν τα μάτια των απολωλότων; Ποιος τελικά διαπράττει αδίκημα; Κανείς!
Κανέναν δεν έβλαψε ούτε το πιστεύω του Χίτλερ, ούτε η μπουρδολογία του Φουκουγιάμα. Αντίθετα, για το μέσο πολίτη είναι ακόμη πιο εύκολο να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Ανούσια λοιπόν η «ρητορική» του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ για την ομάδα του μοντέρ Μιχελάκη μόνο με γελοιογραφίες αξίζει να απαντάει κανείς. Ας παρακολουθήσουμε όμως πόσο πεζά και ανούσια παίζει ο ΣΥΡΙΖΑ το παιχνίδι στο ρυθμό του αντιπάλου:
«Πληροφορούμε την κ. Άννα -Μισέλ Ασημακοπούλου πως ο κ. Ν. Γιαννόπουλος (σ.σ: αυτός που προλογίζει το βιβλίο) ουδέποτε υπήρξε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ . Κατά τ’ άλλα, καλή Σαρακοστή.»
Θεωρούμε ότι, όπως έγραφε και το «Ποντίκι κατά τη δεκαετία του ’80, ευχής έργο θα ήταν, εάν ένας Γιωτόπουλος μετέφραζε τόσο καλά, όσο και το απόσπασμα από το βιβλίο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ (σε μια προκήρυξη), ώστε να κυκλοφορούν τέτοια βιβλία σε τόσο επιμελημένες μεταφράσεις και αποδόσεις στα ελληνικά των κλασικών όρων. Αλλά, όχι μόνο. Μια μικρή εμπειρία του γράφοντος, ως εκπαιδευτή στις φυλακές Κορυδαλλού, ήταν αρκετή για να καταδείξει τις απίστευτες εμπειρίες που έχουν ζήσει στους χώρους αυτούς, άνθρωποι καλλιεργημένοι, ανεξαρτήτως πολιτικών θέσεων και θεωριών. Ίσως για κάποιους το ειδύλλιο και ο γάμος μέσα στις ιταλικές φυλακές –πάλι στη ίδια εποχή, δεκαετία του’80- μεταξύ ενός μέλους των Ερυθρών Ταξιαρχιών και μιας ακροδεξιάς ναζίστριας, να μη σημαίνει απολύτως τίποτα, για άλλους όμως αυτό και μόνο το γεγονός μπορεί να δώσει μια εξήγηση στον παραπάνω ισχυρισμό.