Η υπερβολή στο λόγο είναι ένα γλωσσικό εργαλείο που σε πάμπολλες περιπτώσεις αποδεικνύεται «ικανό και αναγκαίο» για να κρατήσει το ενδιαφέρον του συνομιλητή ή (κυρίως) του αναγνωστικού κοινού. Αυτή η χρήση της υπερβολής αποδεικνύεται ιδιαίτερα «πολύτιμη» στη γλώσσα της δημοσιογραφίας. Μάλιστα, ακόμη και νομοθετικά υπάρχουν σχετικά χωρία που δίνουν το δικαίωμα στο δημοσιογράφο να κάνει χρήση της υπερβολής, ώστε να κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο και, προ παντός, να στέκει εμφατικά στο θέμα του. Αυτό όμως καταστρατηγήθηκε από τον περίφημο νόμο του απερίγραπτου Ε. Βενιζέλου, σε μια προσπάθεια να φιμώσει τον τύπο, ώστε όλη η συνομοταξία του να δρα ανενόχλητη.
Ωστόσο, το γλωσσικό αυτό εργαλείο, καθίσταται εργαλείο στα χέρια, και μόνο, των «ειδημόνων», ενώ η υπηρεσίες που προσφέρει στους κάθε λογής «γραφιάδες» του ανεξέλεγκτου και φτηνιάρικου διαδικτύου, ακυρώνει ό,τι θετικό προσέφερε μέχρι σήμερα. Και για να τοποθετήσουμε τον τεράστιο αυτό πρόλογο στο θέμα μας, αναφέρουμε ότι οι ανεπιτήδευτες υπερβολές, όπως φανερώνονται σε διάφορα δημοσιεύματα με ακατάπαυστη τη χρήση των λέξεων «προδότες», «δοσίλογοι» κ.λπ., μάλλον εξασθενούν εννοιολογικά τους όρους, αφού ο κύριος όγκος του λόγου αναλίσκεται σε τέτοιες επαναλήψεις, αδιαφορώντας για τη σωστή τεκμηρίωση της χρήσης τους.
Όσον αφορά στους έλληνες πολιτικούς και την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας ένα τέτοιο λεξιλόγιο καθίσταται αναγκαίο για κάθε σχολιαστή αρθρογράφο, αλλά συνάμα αποφευκτέο, αφού διστάζει κανείς μπροστά στο ρίσκο της ομογενοποίησής του -στα μάτια του αναγνωστικού κοινού- με όλους αυτούς που άτεχνα και αβίαστα φθείρουν το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων και τους αποστασιοποιούν από το, ως κλισέ, μορφοποιημένο αυτό λεξιλόγιο.