Του Γιώργου Αθανασίου.
Ήταν 24 Σεπτεμβρίου του 1828όταν ο τότε Κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας υπέγραψε ψήφισμα το ΙΖ΄, στον Πόρο, "περί συστάσεως τακτικής ταχυδρομικής συγκοινωνίας" ιδρύοντας το "Γενικόν Ταχυδρομείον". Σκοπός ήταν η μεταφορά της επίσημης και ιδιωτικής αλληλογραφίας. Με το ίδιο ψήφισμα συστήνονται τα πέντε πρώτα κεντρικά ταχυδρομεία «εις Άργος, εις Τριπολιτσάν, εις Επίδαυρον, εις Αίγιναν και εις Σύραν».
Η νέα αυτή υπηρεσία στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της εξυπηρετούσε μόνον τις κρατικές ανάγκες. Λένε πως στην Αθήνα ο ταχυδρόμος ερχόμενος από το Ναύπλιο, την τότε πρωτεύουσα, "ανήρχετο επί βαρελίου, αναγιγνώσκων εις επήκοον των συγκεντρωμένων κατοίκων τας επί των επιστολών διευθύνσεις. Εν περιπτώσει καθ ην δεν εμφανίζοντο οι αποδέκται, αι επιστολαί εκαίοντο επιτόπου."Η γεωγραφική ιδιομορφία και ποικιλία της χώρας, και η παντελής έλλειψη συγκοινωνιακής υποδομής κάνει το ταχυδρομικό έργο ιδιαίτερα δύσκολο. Η οργάνωση μιας τέτοιας υπηρεσίας αυτής σε μια χώρα, όπου οι επικοινωνίες ήταν ακόμα πολύ δύσκολες, συνάντησε μεγάλα εμπόδια, όμως σημείωσε σημαντική πρόοδο λόγω της ενέργειας και της ευφυΐας της ελληνικής διοίκησης. Ο Γενικός Διευθυντής των Ταχυδρομείων, πρώην αγωνιστής της επαναστάσεων, Θεόδωρος Λεονάρδος,παρουσίασε την ιστορία των ελληνικών ταχυδρομείων, που δημοσιεύθηκε το 1862, υπό τον τίτλοΓενικός Λογαριασμός του Οργανισμού Ταχυδρομείων στην Ελλάδα. Στα 1834 σε συμφωνία με τον Γάλλο τραπεζίτη Φεράλδη εξασφαλίζεται η εξυπηρέτηση του ταχυδρομείου προς και από τα νησιά, ενώ το 1836 τοποθετούνται οι πρώτες άμαξες για τη μεταφορά αλληλογραφίας Αθήνα-Πειραιά.
Τι υπήρχε όμως πριν από την σύσταση του « Γενικού Ταχυδρομείου» στην Ελλάδα;
Την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το ταχυδρομικό σύστημα «μενζίλι», χρησιμοποιεί έφιππους ταχυδρόμους «τατάρηδες», οι οποίοι ανήκουν σε ξεχωριστό προνομιούχο τάγμα με ιδιαίτερο κώδικα ενδυμασίας, εναλλάσσονται στους σταθμούς «μενζίλ χανέδες» και μεταφέρουν τις διαταγές και τα φιρμάνια στις επαρχιακές υπηρεσίες Παράλληλα, υπάρχει έκτακτο ταχυδρομείο με πεζούς «οι πεζόδρομοι», για την εξυπηρέτηση των ιδιωτών. Ενώ οι πρώτοι είναι μισθωτοί, οι δεύτεροι παίρνουν ένα «ποδοκόπι» ή «αγιακτερί» από τα χωριά, τα οποία είναι υποχρεωμένα να τους δώσουν επίσης στέγη και τροφή (κονάκι), γεγονός που προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια.
Στην Επανάσταση του 1821, οι ανάγκες του αγώνα καθιστούν επιτακτική την οργάνωση ταχυδρομικής υπηρεσίας. Χρησιμοποιείται το πλαίσιο της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Εκτακτοι πεζοί ή έφιπποι ταχυδρόμοι (οι «γραμματοφόροι» ή «πεζόδρομοι» της Διοίκησης, οι «πεζοί», οι «σουρτζήδες») κάτω από τις τοπικές αρχές, έχουν ως επάγγελμα ή προσωρινή ενασχόληση τη μεταφορά της αλληλογραφίας. Τις δαπάνες της μεταβίβασης κυβερνητικών διαταγών επωμίζονται και πάλι οι χωρικοί, ενώ οι αποστάσεις είναι μεγάλες και δύσκολες. Υπάρχουν τοπικά ταχυδρομεία, τα οποία διοικούν πρόκριτοι και επιχειρηματίες, ενώ συχνό φαινόμενο είναι η παραβίαση του απορρήτου της αλληλογραφίας και η μεγάλη αργοπορία στην παράδοση των επιστολών.
Η πρώτη ενέργεια για την οργάνωση των επικοινωνιών γίνεται από το Δημήτριο Υψηλάντη τον Ιούλιο του 1821. Ερχόμενος ως πληρεξούσιος του αδελφού του Αλέξανδρου, «Γενικού Επιτρόπου της Αρχής» της Φιλικής Εταιρείας, υποβάλλει στους προκρίτους της Πελοποννήσου ένα σχέδιο που προβλέπει την οργάνωση ταχυδρομικής εξυπηρέτησης. Το σχέδιο μένει στα χαρτιά.
Το Φεβρουάριο του 1822 ο Δημήτριος Υψηλάντης επιδιώκει τη σύσταση «δημοσίων ιπποστασίων και σταθμών», των «μενζίλχαδένων» δηλαδή της Τουρκοκρατίας. Στα τέλη του ίδιου μήνα η Πελοποννησιακή Γερουσία καλείται επισήμως να αποκτήσει 25 άλογα και ο Άρειος Πάγος 15 για την αποστολή ειδήσεων και διαταγών από τη Διοίκηση.
ΟΙωάννης Κωλέττης, Μινίστρος (Υπουργός) των Εξωτερικών είναι ο άνθρωπος που σχεδόν επιτυγχάνει την οργάνωση ικανοποιητικής Κυβερνητικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, αξιοποιώντας την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την προϋπηρεσία του σε θέματα οργάνωσης στην Αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Οι ταχυδρόμοι του Κωλέττη είναι συνήθως έκτακτοι υπάλληλοι, επιλεγμένοι από τις εκάστοτε τοπικές αρχές.